«Γυρίζοντας σελίδα στην ιστορία»: Εισηγήτρια η Κ. Παπακώστα σε μία μνημειώδη δικαστική μεταρρύθμιση.

Στην Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, τοποθετήθηκε σήμερα η Βουλευτής Τρικάλων και Γραμματέας Προγράμματος ΝΔ, Κατερίνα Παπακώστα, ως εισηγήτρια επί του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης».

Το εμβληματικό αυτό νομοσχέδιο, που εισηγείται την αναδιάρθρωση του δικαστικού χάρτη της χώρας, μέσω της συγχώνευσης των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, αποτελεί μία από τις «επιδραστικότερες τομές, που έχει καταθέσει η παρούσα κυβέρνηση και η οποία έχει, ως κύριο στόχο τον εξορθολογισμό στη βάση του, του δικαστικού  συστήματος της χώρας  και την διαμόρφωση ενός σύγχρονου προσώπου της Ελληνικής Δικαιοσύνης, και κατά συνέπεια της Ελληνικής Πολιτείας».

Μέσω του νομοσχεδίου, πληθώρα Ειρηνοδικείων της χώρας, αναβαθμίζονται σε Περιφερειακές έδρες των Πρωτοδικείων, όπως το Ειρηνοδικείο Καλαμπάκας, το οποίο, μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, διατηρείται, με το σύνολο των δικαστικών υπαλλήλων που το υπηρετούν, και αναβαθμίζεται, ώστε να δύναται να ικανοποιεί μεγαλύτερο εύρος υποθέσεων.

Κατά την εισήγησή της, η Γραμματέας Προγράμματος ΝΔ, τόνισε πως «η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα της πολιτικής και  ποινικής δικαιοσύνης είναι καθοριστικοί παράγοντες για την ενίσχυση του Κράτους Δικαίου, την προστασία των δικαιωμάτων, την ενθάρρυνση της οικονομικής δραστηριότητας και της οικονομικής ανάπτυξης. Η αποδοτική δε διαχείριση των δικαστικών υποθέσεων και η επίλυση των νομικών διαφορών σε λογικά χρονικά πλαίσια είναι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης και την οικονομικής σταθερότητας μιας χώρας».

Εντασσόμενο σε μία συστάδα μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως οι θεσμικές αλλαγές στους Κώδικες του Ποινικού, Αστικού και Διοικητικού Δικαίου, η  ολοκλήρωση  της  Ψηφιακής Δικαιοσύνης, η ενίσχυση  και ανανέωση  των κτιριακών  και υλικοτεχνικών υποδομών  και η ενίσχυση  του προσωπικού  των δικαστικών υπαλλήλων, το νομοσχέδιο αυτό, συμπληρώνει μία συγκροτημένη προσπάθεια αναβάθμισης της Δικαιοσύνης στη χώρα και αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ανεξάρτητη εξουσία της.

 

Δείτε ολόκληρη την εισήγηση εδώ: https://youtu.be/oEdyTnoJ-qc

Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία εδώ:

Κύριε Πρόεδρε,

Aξιότιμε κύριε Υπουργέ και Υφυπουργέ,

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Βρίσκομαι σήμερα ενώπιόν σας, όχι μόνον για  να εισηγηθώ, αλλά πρωτίστως για να υπερασπιστώ  μία από τις εμβληματικότερες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, μία από τις επιδραστικότερες τομές, που έχει καταθέσει η παρούσα κυβέρνηση και η οποία έχει, ως κύριο στόχο τον εξορθολογισμό στη βάση του, του  δικαστικού συστήματος της χώρας και την διαμόρφωση ενός σύγχρονου προσώπου της Ελληνικής Δικαιοσύνης, και κατά συνέπεια της Ελληνικής Πολιτείας.

Το παρόν Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο ΄΄ Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις ΄΄ αποτελεί ένα ιστορικό ορόσημο στην πορεία της πατρίδας μας στο μέλλον, καθώς στοχεύει στην  ενδυνάμωση του Κράτους Δικαίου και την εδραίωση της εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς, μέσω της  συγκρότησης  ενός στέρεου βασικού πυλώνα για την θεμελίωση ενός πιο ορθολογικού, πιο δίκαιου,πιο διαφανούς,αποδοτικού, αποτελεσματικού και εν τέλει πιο αξιόπιστου δικαιϊκού συστήματος.

Η αλήθεια βεβαίως είναι κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι όπως τόσα άλλα σε αυτή την χώρα, έτσι και στο θέμα της αναμόρφωσης και του εκσυγχρονισμού του δικαιϊκού μας συστήματος,  έπρεπε να περάσουν όχι 10 όχι 20, αλλά πάνω από δύο αιώνες, ήτοι 196 ολόκληρα χρόνια μέχρι να επιχειρήσουμε σήμερα, να αφήσουμε πίσω μας οριστικά τα Ναπολεόντιας έμπευσης Ειρηνοδικεία,τα οποία εισήχθησαν ως θεσμός στην Ελλάδα το 1828, πριν ακόμη δηλαδή την επίσημη ανεξαρτησία της.

Βεβαίως, η τότε θεσμοθέτησή τους ήταν απολύτως επιβεβλημένη και η αναγκαιότητα της δημιουργίας τους αποσκοπούσε αφενός στην ευχερή πρόσβαση των πολιτών στην δικαιοσύνη, αφ’ετέρου ( όπως και η ονομασία τους άλλωστε προδίδει) στην διαφύλαξη της ειρήνης σε ήσσονος σημασίας έριδες, χωρίς πολύπλοκες δικονομικές διατυπώσεις.

Ανεξάρτητα λοιπόν από την γαλλική επίδραση στο ελληνικό δικαστικό σύστημα, η θεσμοθέτηση των Ειρηνοδικείων, ως αυτοτελών δικαστηρίων πρώτου βαθμού, υπήρξε  μια ιστορική αναγκαιότητα.

Ο αγροτικός τότε χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας και η πλήρης ανυπαρξία οδικού δικτύου επέβαλαν την θεσμοθέτηση δικαστών με μειωμένα τότε τυπικά προσόντα( οι περισσότεροι δεν ήταν καν πτυχιούχοι νομικής),στους οποίους όμως μπορούσαν με σχετική ευχέρεια, να  καταφύγουν οι αντίδικοι της επαρχίας.

Μετά την ανάπτυξη όμως ενός εκτεταμένου συγκοινωνιακού δικτύου στα τέλη του 19ου αιώνα, άρχισε να καθίσταται εμφανές το παράδοξο της υπάρξεως δύο παράλληλων δικαστηρίων πρώτου βαθμού,ιδίως μάλιστα, όταν αυτά λειτουργούν στην έδρα του Πρωτοδικείου και τα οποία σταδιακά άρχισαν να εφαρμόζουν την ίδια κατά βάση δικονομία.

Πολλώ δε μάλλον, που τα Πρωτοδικεία με την πάροδο των ετών αυξήθηκαν σημαντικά, ενώ οι αγροτικού χαρακτήρα υποθέσεις σταδιακά περιορίστηκαν δραστικά.

Έτσι άρχισε μία, ατέρμονη όπως απεδείχθη, προσπάθεια εξορθολογισμού του θεσμού, είτε δια της συγχωνεύσεως  των δύο δικαστηρίων του πρώτου βαθμού, είτε δια της διατηρήσεως μεν του θεσμού του Ειρηνοδίκη, ως εισαγωγικού όμως βαθμού στην δικαστική επετηρίδα για τους νέους δικαστές.

Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ωστόσο, πως δεν είναι η πρώτη φορά, που επιδιώκεται μία τέτοια αλλαγή στον κλάδο της δικαιοσύνης.

Η πρώτη μεταρρυθμιστική προσπάθεια επιχειρήθηκε πριν από 112 ολόκληρα χρόνια απ΄τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αυτόν τον μεγάλο ηγέτη, τον οραματιστή κατά πολλούς του εφικτού, αλλά δυστυχώς δεν πέτυχε. Το επιχείρησε και πάλι το 1931,αλλά και πάλι απέτυχε.

Έκτοτε, υπήρξαν πολλές κυβερνήσεις, οι οποίες προσπάθησαν να προβούν σε μία ορθολογική ανακατανομή των δικαστικών υποδομών και του αντίστοιχου ανθρώπινου δυναμικού, όπως ο Παναγής Τσαλδάρης το 1934, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1980, ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1988 και ο Κώστας Σημίτης το 1999,χωρίς όμως καμία από τις προσπάθειες αυτές, να ευοδωθεί, ούτε ακόμη δυστυχώς και μετά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 που ήρε, ουσιαστικά, οποιονδήποτε συνταγματικό περιορισμό εμπόδιζε την συγχώνευση των πρωτοβάθμιων δικαστικών σχηματισμών….

Σήμερα λοιπόν,μετά από 114 χρόνια, προχωράμε,με το παρόν νομοσχέδιο, στην υλοποίηση της ΄΄μεγάλης ιδέας΄΄. Αυτής που επί έναν αιώνα και πλέον, δεν κατάφερε καμία κυβέρνηση να θεμελιώσει.

Αλλάζοντας σελίδα στην ιστορία της δικαιοσύνης,αλλά και υλοποιώντας ταυτόχρονα μια υπόσχεση προς κάθε Ελληνίδα και Έλληνα για ταχύτερη, ποιοτικότερη, αποδοτικότερη, διαφανή και αξιόπιστη απονομή της Δικαιοσύνης.

Ο χρόνος κυρίες και κύριοι συνάδελφοι…ο χρόνος  λειτουργεί αντίστροφα για τον εκσυγχρονισμό της  δικαιοσύνης, αλλά και της χώρας δεκαετίες τώρα… Δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια για ολιγωρίες και στρουθοκαμηλισμούς . Δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια για  δικαιολογίες…

Όχι, όταν σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης DOING BUSINESS της Παγκόσμιας Τράπεζας για το έτος 2020 η χώρα μας κατατάσσεται στην εκατοστή τεσσαρακοστή έκτη(146) θέση διεθνώς στην ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης.

Όχι, όταν απαιτούνται περίπου 1.400 και πλέον ημέρες για να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση,όταν σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (Εuropean Commision for the Efficiency of Justice, CEPEJ), από την κατάθεση δικογράφου στον πρώτο βαθμό,έως και την έκδοση τελεσίδικης απόφασης απαιτούνται, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λιγότερες από πεντακόσιες(500) ημέρες, ήτοι σχεδόν το 1/3 του χρόνου.

Όχι, όταν επίσης σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας,ο μέσος όρος του χρόνου έκδοσης απόφασης ειρηνοδικείου στην Ελλάδα είναι 354 ημέρες, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να κινείται στισ διακόσιες τριάντα επτά (237) ημέρες, ενώ όσον αφορά τα πρωτοδικεία, ο μέσος όρος του χρόνου έκδοσης απόφασης σε εμάς είναι πεντακόσιες είκοσι πέντε (525) ημέρες,όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο ήμισυ,ήτοι διακόσιες πενήντα(250) ημέρες.

Η πραγματικότητα είναι βεβαίως, πως η καθυστέρηση, που παρατηρείται στην περίπτωση της Ελλάδας, εντοπίζεται κυρίως στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας.

Και από τα ως άνω αναφερόμενα δεδομένα, συνάγεται το συμπέρασμα, ότι οι ειρηνοδίκες στην Ελλάδα εκδίδουν αποφάσεις με πιο αργό ρυθμό σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους πρωτοδίκες, αν και δικάζουν μόνο πολιτικές υποθέσεις, με οικονομικό αντικείμενο έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ.

Επομένως, ο όγκος εργασίας τους και η φύση των υποθέσεων, που δικάζουν δεν δικαιολογούν  σε καμία περίπτωση την αντίστοιχη καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων.

Επιπλέον, το κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό κάθε απόφασης, που εκδίδει ένας ειρηνοδίκης ανέρχεται κατά μέσο όρο στα επτακόσια εξήντα(760) ευρώ, όταν το κόστος κάθε απόφασης, που εκδίδει ένας πρωτοδίκης ανέρχεται μόλις στα τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ.

 Εάν στα ανωτέρω δεδομένα ληφθεί υπόψη αγαπητοί συνάδελφοι, ότι σήμερα στα ειρηνοδικεία της χώρας υπηρετούν εννιακόσιοι δέκα έξι (916) ειρηνοδίκες, οι οποίοι παρότι αποτελούν σχεδόν το ήμισυ των δικαστών του πρώτου βαθμού, και συγκεκριμένα το 44% αυτών, δικάζουν μόνο το 20% της δικαστικής ύλης των αστικών υποθέσεων πρώτου βαθμού στο σύνολο της επικράτειας, ενώ το υπόλοιπο 80% της ύλης  εκδικάζεται στα πρωτοδικεία, στα οποία σήμερα υπηρετούν  περίπου χίλιοι εκατό (1.100) πρωτοδίκες και πρόεδροι πρωτοδικών, τότε όλοι αντιλαμβανόμαστε, ότι κάτι δεν πάει καλά,όταν μάλιστα με την κατάργηση των πταισμάτων από το 2019 οι ειρηνοδίκες δεν δικάζουν ποινικές υποθέσεις, με συνέπεια το σύνολο της δικαστικής ύλης, να δικάζεται από τους ίδιους, ως άνω πρωτοδίκες, επιβαρύνοντάς τους, έτι περαιτέρω.

Τώρα αν στα ανωτέρω στοιχεία προστεθούν και τα κάτωθι, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης για το έτος 2022, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα είναι από τις χώρες με το υψηλότερο πλήθος γενικά δικαστών σε σχέση με το συνολικό μέγεθος του πληθυσμού της, με εξαίρεση τους Εισαγγελείς και τους δικαστές που υπηρετούν στον πρώτο βαθμό, έχει μία από τις χειρότερες αναλογίες δικαστικών υπαλλήλων ανά δικαστή, έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς δικηγόρων και έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς δικαστηρίων, καθώς σήμερα αυτός ανέρχεται σε 154 ειρηνοδικεία, 63 πρωτοδικεία και 19 εφετεία, όταν για παράδειγμα στη Γερμανία με πληθυσμό που υπερβαίνει τους 80.000.000 κατοίκους λειτουργούν 24 Εφετεία, ενώ στην  Ολλανδία με πληθυσμό 16.000.000 κατοίκους, μόλις 5 Εφετεία, τότε προκύπτει το συμπέρασμα, με βάση τα δεδομένα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  ότι ο αριθμός των ελληνικών δικαστηρίων είναι  δυσανάλογος με ανισομερώς κατανεμημένη, βάσει του πληθυσμού της χώρας, ύλη.

Καθίσταται επομένως,επιτακτική η ανάγκη, σήμερα περισσότερο από ποτέ, για ορθολογικότερη  αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού, που υπηρετεί την δικαιοσύνη, δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων, με αναλογική κατανομή ανθρώπινων πόρων, στο πλαίσιο της χωροταξικής, κατανομής των δικαστικών σχηματισμών.

Με το υπό συζήτηση Σχέδιο Νόμου,για πρώτη φορά, ο Δικαστικός Χάρτης της χώρας αναμορφώνεται ουσιαστικά, έχοντας πλέον ενοποιημένη, συγκεντρωμένη, αυξημένη ποιοτικά και ποσοτικά την πρωτοβάθμια δομή των δικαστών, με τρόπο που καθιστά πιο εύρυθμη, ταχύτερη και αποτελεσματική τη λειτουργία των δικαστηρίων της πρωτοβάθμιας, ποινικής και πολιτικής ελληνικής δικαιοσύνης.

Καθώς η δικαστική χωροταξία αποσκοπεί στο να οργανώσει και να κατανείμει με τρόπο ορθολογικό, μέσα σε καθορισμένα γεωγραφικά όρια, την απονομή της δικαιοσύνης, ούτως ώστε να εξυπηρετούνται τα άτομα και η κοινωνία από την παροχή υπηρεσιών δικαιοδοτικού χαρακτήρα με κριτήριο την μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος και την ελαχιστοποίηση των δαπανών, ο ρόλος των κρατών επεκτείνεται στη δημιουργία συνθηκών, που επιτρέπουν στα δικαστήρια, ως δημόσιες υπηρεσίες, να εκδίδουν έναν ικανοποιητικό αριθμό αποφάσεων με λογικό κόστος για τον φορολογούμενο και χωρίς αμφίβολη ποιότητα σκεπτικού και διατακτικού.

Ειρήσθω εν παρόδω, η αποτελεσματικότητα και η ταχύτητα της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης είναι καθοριστικοί παράγοντες για την ενίσχυση του Κράτους Δικαίου, την προστασία των δικαιωμάτων, την ενθάρρυνση της οικονομικής δραστηριότητας και της οικονομικής ανάπτυξης.

Η αποδοτική δε διαχείριση των δικαστικών υποθέσεων και η επίλυση των νομικών διαφορών σε λογικά χρονικά πλαίσια είναι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης και την οικονομικής σταθερότητας μιας χώρας.

Λαμβανομένων υπόψη λοιπόν, όλων των ανωτέρω, με το παρόν νομοσχέδιο που εισηγείται η Κυβέρνηση, ενοποιούνται οι πρωτοβάθμιοι δικαστές, με αναβάθμιση των ειρηνοδικών σε πρωτοδίκες, αφήνοντας πίσω μας την παρωχημένη, αναπαραγωγική και αχρείαστη διάκρισή τους.

Στέλνουμε στην πρώτη γραμμή μάχης 1.000 περίπου πρώην ειρηνοδίκες, οι οποίοι με την κατάλληλη κατάρτιση θα μπορούν πλέον να ανταποκρίνονται στα καθήκοντα των πρωτοδικών, δικάζοντας ταυτόχρονα ποινικές και πολιτικές υποθέσεις.

Έτσι με την ενοποίηση, διπλασιάζεται η ΄΄δεξαμενή΄΄ των δικαστών, καθώς θα υπάρχουν πλέον συνολικά 2.100 πρωτοδίκες, με καταλυτική επίδραση στην ταχύτητα έκδοσης των πρωτοβάθμιων αποφάσεων.

Η προτεινόμενη ενοποίηση αποτελεί αδιαμφισβήτητα μεταρρυθμιστική τομή, που λύνει μια μεγάλη ιστορική εκκρεμότητα και ταυτόχρονα ενισχύοντας δομικά και λειτουργικά το δικαστικό μας σύστημα, αυξάνει σημαντικά την ποιότητα και τις επιδόσεις του.

Η συνδυασμένη απόδοση πλέον όλων των πρωτοβάθμιων δικαστών (ειρηνοδικών και πρωτοδικών) εκτιμάται, ότι μετά την ενοποίηση μπορεί να αυξηθεί μέχρι και σε ποσοστό 17%. Επίσης το ποσοστό εκκαθάρισης των νέων πρωτοδικείων (περαιωθείσες προς εισερχόμενες υποθέσεις) αναμένεται να αυξηθεί μέχρι και 24% .

Σε ότι αφορά την αναδιάρθρωση και κατανομή των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, ως απόρροια της ενοποίησης, παύουν να υπάρχουν ειρηνοδικεία. Καθώς ορίζονται πλέον 56 έδρες πρωτοδικείων και 7 παράλληλες έδρες. Καταργούνται 63 ειρηνοδικεία, που βρίσκονται στις έδρες των 63 πρωτοδικείων . Από τα εναπομείναντα δε 91 ειρηνοδικεία, τα 50 αναβαθμίζονται σε περιφερειακές έδρες πρωτοδικείου και τα υπόλοιπα 41 καταργούνται τελείως.

Αυτό οδηγεί συνολικά σε μια ορθολογική μείωση του αριθμού των πρωτοβάθμιων σχηματισμών από 217 σε 111.

Βασικός κανόνας της χωροταξικής κατανομής των δικαστηρίων είναι, ότι κάθε περιφερειακή ενότητα ( πρώην νομός) θα έχει κεντρική έδρα Πρωτοδικείου( Κεντρικό Πρωτοδικείο), στην οποία θα υπάγεται πλέον το σύνολο των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, με όρια αρμοδιότητας τα όρια της περιφερειακής ενότητας (πρώην νομού).

Προβλέπονται επίσης, παράλληλη και περιφερειακή έδρα Πρωτοδικείου σε περιοχές, όπου υφίστανται ανάγκες, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ειδικά θέματα απόστασης, κτιριακών υποδομών κλπ, όπως και ιδιαιτέρως λόγοι εθνικής σημασίας,όπως στα σύνορα και τα νησιά.

Ο συγκεκριμένος τρόπος ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας επιλέχθηκε, καθώς σύμφωνα με όλα τα συγκεντρωμένα δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, των σχετικών επιτροπών και ομάδων εργασίας, δεν επιτυγχάνεται η απαιτούμενη αποτελεσματικότητα σε δικαστήρια με λιγότερο από δεκαπέντε (15) υπηρετούντες δικαστές, τα οποία όμως στην Ελλάδα αποτελούν την πλειοψηφία των δικαστικών σχηματισμών.

Όσον αφορά τώρα  την εξέλιξη των πρωτοβάθμιων δικαστών και την διοίκηση των δικαστηρίων      προβλέπεται η δημιουργία παράλληλης ειδικής επετηρίδας, όπου οι ειρηνοδίκες εξελίσσονται, έως τον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και συνταξιοδοτούνται ως εφέτες επί τιμή (ε.τ.), με τη γενική επετηρίδα, να παραμένει για όλους τους υπόλοιπους δικαστικούς λειτουργούς, ως έχει.

Από την ειδική επετηρίδα προβλέπεται, ωστόσο μετά από αίτηση του, η μετακίνηση δικαστή (πρώην ειρηνοδίκη) στο τέλος της γενικής επετηρίδας για ορισμένες θέσεις, μετά από θέσπιση συγκεκριμένων κριτηρίων, αξιολόγηση και απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Η ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται πλήρως με το άρθρο 88 του Συντάγματος και την ερμηνευτική δήλωση για κρίση και αξιολόγηση, σύμφωνα με τον νόμο.

Τέλος σχετικά με τη διοίκηση των δικαστηρίων, οι προϊστάμενοι δικαστικών σχηματισμών απαλλάσσονται  πλέον από την ενασχόληση και εκτέλεση πρόσθετων, μη δικαιοδοτικών καθηκόντων διαχειριστικής φύσεως ενισχύοντας έτσι την διαφάνεια, διαχείριση των οποίων ανατίθεται στο ΤΑΧΔΙΚ.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι….

Όταν το 2019, η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας έθεσε ως πρώτιστο, ως κεντρικό στόχο της, την υλοποίηση ενός μεγαλόπνοου σε εύρος και βάθος σχεδίου μεταρρυθμίσεων, μεταξύ των οποίων ο εκσυγχρονισμός της χώρας και η βελτίωση και ενίσχυση του Κράτους Δικαίου .

Η ενδυνάμωση του Κράτους Δικαίου, όπως και η Δημοκρατία ωστόσο δεν είναι αφηρημένο σχήμα, ούτε πολιτική ρητορεία, αλλά η συστηματική και έμπρακτη προσπάθεια θεσμικών τομών, αλλαγών και παρεμβάσεων, που ανάμεσα σε άλλα, αναβαθμίζουν διαρκώς την ποιότητα και την ταχύτητα της Δικαιοσύνης.

Και ο Νέος Δικαστικός Χάρτης, που εισηγούμαστε σήμερα αυτό ακριβώς επιτυγχάνει, αποτελώντας αδιαπραγμάτευτα  την ατμομηχανή των μεταρρυθμίσεων στον χώρο της Δικαιοσύνης, καθώς εκτιμάται, ότι θα δώσει ώθηση και θα κρίνει την αποδοτικότητα και των λοιπών μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων,που εξελίσσονται, όπως οι θεσμικές αλλαγές στους Κώδικες του Ποινικού, Αστικού και Διοικητικού Δικαίου, η ολοκλήρωση της Ψηφιακής Δικαιοσύνης, η ενίσχυση και ανανέωση των κτιριακών και υλικοτεχνικών υποδομών και η ενίσχυση του προσωπικού των δικαστικών υπαλλήλων, μεταρρυθμιστικές αλλαγές οι οποίες είμαστε βέβαιοι, ότι  θα συμβάλλουν συνολικά σε μια νέα εποχή για την Ελληνική Δικαιοσύνη.

Σας ευχαριστώ

 

 

Διαβάστε επίσης